- συλλειβω
- συλλείβωσυλ-λείβωсливать вместе, скапливать
(τὸ ὕδωρ Arst.)
ἐκ πέτρας συλλείβεσθαι Plut. — стекаться со скалы
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸ ὕδωρ Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συλλείβω — Α 1. αφήνω να τρέχει κατά σταγόνες 2. παθ. συλλείβομαι συρρέω κάπου κατά σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λείβω «χύνω, αφήνω κάτι να ρεύσει»] … Dictionary of Greek
λείβω — (Α) 1. κάνω σπονδή χύνοντας οίνο, σπένδω («Διὶ λείβειν αἴθοπα οἶνον», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάτι να ρεύσει, χέω, χύνω κάτι («δάκρυα λεῑβον», Ομ. Ιλ.) 3. τρέχουν τα μάτια μου, κλαίω («λείβομαι δάκρυσιν κόρας» έχω τα μάτια γεμάτα δάκρυα, Ευρ.) 4. (για… … Dictionary of Greek